Parroco στα ελληνικά

Μετάφραση: parroco, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπουργός, ιερέας, εφημέριος, παπάς, Parson, εφημερίου, παπάς κι
Parroco στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • parrocchiale στα ελληνικά - ενορία, ενορίας, κοινότητα, ενοριακός, ενοριακή
  • parrocchiano στα ελληνικά - ενορίτης, ενορίτη, parishioner, ο ενορίτης, ενορίτης είναι
  • parrucca στα ελληνικά - περούκα, περούκας, η περούκα, την περούκα
  • parrucchiere στα ελληνικά - κουρέας, κομμωτής, κομμώτρια, κομμωτήριο, κομμωτή, Κομωτήριο
Τυχαίες λέξεις
Parroco στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπουργός, ιερέας, εφημέριος, παπάς, Parson, εφημερίου, παπάς κι