Ιερέας στα ιταλικά
Μετάφραση: ιερέας, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
parroco, ministro, cappellano, il cappellano, cappellano del, cappellano di
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ιερέας
ιερέας συνελήφθη, ιερέας εξαπατούσε άνεργους τάζοντάς τους δουλειά, ιερέας ανατολικής εκκλησίας, ιερέας ξεσαλώνει μέσα στην εκκλησία, ιερέας έπνιξε μωρό στην κολυμπήθρα, ιερέας λεξικό γλώσσας ιταλικά, ιερέας στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- ιδρυτής στα ιταλικά - fondatore, fondatrice, il fondatore, fondatore di, fondatori
- ιδρύω στα ιταλικά - instaurare, fondare, costituire, fissare, erigere, eretto, costruire, ...
- ιεραπόστολος στα ιταλικά - missionario, missionaria, missionari, missione
- ιερατείο στα ιταλικά - clero, sacerdozio, del sacerdozio, sacerdotale, sacerdote
Τυχαίες λέξεις
Ιερέας στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: parroco, ministro, cappellano, il cappellano, cappellano del, cappellano di
Μεταφράσεις: parroco, ministro, cappellano, il cappellano, cappellano del, cappellano di