Primitivo στα ελληνικά

Μετάφραση: primitivo, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αγροίκος, αγενής, ακατέργαστος, ωμός, πρωτόγονος, χονδροειδής, αρχέγονος, πρωτόγονη, πρωτόγονες, πρωτόγονο, πρωτόγονα
Primitivo στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • primato στα ελληνικά - δίσκος, ρεκόρ, κυριαρχία, ηχογραφώ, καταγράφω, πρωτείο, υπεροχή, ...
  • primavera στα ελληνικά - εκτινάσσομαι, αναπηδώ, άνοιξη, ελατήριο, ελατηρίου, την άνοιξη, άνοιξης
  • primo στα ελληνικά - πρώτος, πρώτα, πρώτη, πρώτο, πρώτου
  • principale στα ελληνικά - κύριος, ηγούμαι, κεφάλι, κυριότερος, πρώτος, ταγματάρχης, σημαντικός, ...
Τυχαίες λέξεις
Primitivo στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αγροίκος, αγενής, ακατέργαστος, ωμός, πρωτόγονος, χονδροειδής, αρχέγονος, πρωτόγονη, πρωτόγονες, πρωτόγονο, πρωτόγονα