Principesco στα ελληνικά
Μετάφραση: principesco, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ηγεμονικός, πριγκηπικό, αρχοντικής, πριγκιπικό, πριγκηπικά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- principalmente στα ελληνικά - κυρίως, κύριο λόγο, κατά κύριο λόγο, ιδίως
- principe στα ελληνικά - πρίγκιπας, πρίγκιπα, πρίγκηπα, πρίγκηπας, ηγεμόνα
- principiante στα ελληνικά - αρχάριος, Ανεπαρκής, αρχάριο, αρχάριους, αρχαρίων
- principio στα ελληνικά - πρώτος, έναρξη, αποφασίζω, ιθύνω, βασιλεύω, αρχίζω, κανόνας, ...
Τυχαίες λέξεις
Principesco στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ηγεμονικός, πριγκηπικό, αρχοντικής, πριγκιπικό, πριγκηπικά
Μεταφράσεις: ηγεμονικός, πριγκηπικό, αρχοντικής, πριγκιπικό, πριγκηπικά