Prosperare στα ελληνικά
Μετάφραση: prosperare, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προκόβω, επιτυγχάνω, ευδοκιμώ, ευημερώ, ευδοκιμούν, ευδοκιμήσουν, αναπτύσσονται, να ευδοκιμήσουν, ευδοκιμήσει
Μεταφράσεις
- proscritto στα ελληνικά - φυγάς, απαγορευμένο, εκτός νόμου, απαγορευμένους, που απαγορεύουν, απαγορεύουν οι
- proseguire στα ελληνικά - παγανίζω, συνεχίζω, προβαίνω, επιδιώκω, συνεχίζομαι, προχωρώ, ασκώ, ...
- prospero στα ελληνικά - ευοίωνος, ευημερούσα, ευημερούσες, ευημερούσας, ευημερούντα, εύπορες
- prospettiva στα ελληνικά - τοπίο, προοπτική, όψη, σκηνή, άποψη, ορίζοντας, πανόραμα, ...
Τυχαίες λέξεις
Prosperare στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προκόβω, επιτυγχάνω, ευδοκιμώ, ευημερώ, ευδοκιμούν, ευδοκιμήσουν, αναπτύσσονται, να ευδοκιμήσουν, ευδοκιμήσει
Μεταφράσεις: προκόβω, επιτυγχάνω, ευδοκιμώ, ευημερώ, ευδοκιμούν, ευδοκιμήσουν, αναπτύσσονται, να ευδοκιμήσουν, ευδοκιμήσει