Senno στα ελληνικά
Μετάφραση: senno, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σύνεση, σωφροσύνη, σοφία, αίσθηση, έννοια, νόημα, αίσθημα, την έννοια
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- senato στα ελληνικά - γερουσία, σύγκλητος, Γερουσίας, συγκλήτου, σύγκλητο
- senatore στα ελληνικά - γερουσιαστής, γερουσιαστή, συγκλητικός, γερουσιαστής που, Ο Γερουσιαστής
- seno στα ελληνικά - κόλπος, στήθος, μαστού, του μαστού, στήθους, μητρικό
- sensale στα ελληνικά - πράκτορας, χρηματομεσίτης, μεσίτης, συντελεστής, παράγοντας, παράγων, προξενιτής, ...
Τυχαίες λέξεις
Senno στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σύνεση, σωφροσύνη, σοφία, αίσθηση, έννοια, νόημα, αίσθημα, την έννοια
Μεταφράσεις: σύνεση, σωφροσύνη, σοφία, αίσθηση, έννοια, νόημα, αίσθημα, την έννοια