Unificare στα ελληνικά
Μετάφραση: unificare, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενοποιώ, συνενώνω, ενοποίηση, ενοποιήσει, ενοποιήσουμε, ενοποιήσουν, την ενοποίηση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- esercitazione στα ελληνικά - άσκηση, πρακτική, άσκησης, την άσκηση, ασκήσεως, διαδικασία
- fregare στα ελληνικά - τρίβω, τρίψιμο, RUB, τρίψτε, τρίβετε, τρίψτε το
- ritroso στα ελληνικά - ντροπαλός, δειλός, Επιστροφής, backlinks, σύνδεσμοι, Επιστροφής για, τα backlinks
- sottosegretario στα ελληνικά - υφηπουργός, υφυπουργός, υφυπουργό, υφυπουργού, Ο υφυπουργός
Τυχαίες λέξεις
Unificare στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενοποιώ, συνενώνω, ενοποίηση, ενοποιήσει, ενοποιήσουμε, ενοποιήσουν, την ενοποίηση
Μεταφράσεις: ενοποιώ, συνενώνω, ενοποίηση, ενοποιήσει, ενοποιήσουμε, ενοποιήσουν, την ενοποίηση