Dovoljno στα ελληνικά

Μετάφραση: dovoljno, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νισάφι, επαρκής, αρκετά, αρκετό, αρκετή, αρκεί, είναι αρκετά
Dovoljno στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dovoditi στα ελληνικά - φέρω, φέρει, να, θέτουν, φέρουν
  • dovoljan στα ελληνικά - άφθονος, αρκετός, νισάφι, επαρκής, αρκετά, αρκετό, αρκετή, ...
  • dovođenje στα ελληνικά - επαναφορά, αναπαλαίωση, φέρνοντας, άσκηση, φέρει, ασκήσεως, την άσκηση
  • dovraga στα ελληνικά - διάβολος, δεκάρα, βλασφημία, καταραμένο, βλασφημίας, γαμώτο
Τυχαίες λέξεις
Dovoljno στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νισάφι, επαρκής, αρκετά, αρκετό, αρκετή, αρκεί, είναι αρκετά