Iskušenje στα ελληνικά
Μετάφραση: iskušenje, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δελεάζω, πειρασμός, δοκιμασία, πειρασμό, πειρασμού, τον πειρασμό, ο πειρασμός
Μεταφράσεις
- iskušati στα ελληνικά - δελεάζω, ελέγχω, εκδικάζω, προσπαθώ, δοκιμάζω, δοκιμάστε, δοκιμάσετε, ...
- iskušenik στα ελληνικά - αρχάριος, αρχάριους, αρχάριο, αρχαρίων, αρχάριοι
- ismijavanje στα ελληνικά - περιφρόνηση, καταφρόνια, περιφρονώ, κοροϊδία, χλευασμός, παρωδία, εμπαιγμό, ...
Τυχαίες λέξεις
Iskušenje στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δελεάζω, πειρασμός, δοκιμασία, πειρασμό, πειρασμού, τον πειρασμό, ο πειρασμός
Μεταφράσεις: δελεάζω, πειρασμός, δοκιμασία, πειρασμό, πειρασμού, τον πειρασμό, ο πειρασμός