Mučiti στα ελληνικά

Μετάφραση: mučiti, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρενοχλώ, βασανισμός, βασανίζω, τρυπώ, αγωνιώ, κέντημα, ασβός, κεντώ, ανησυχώ, τσιτώνω, αγωνία, μάρτυρας, άγχος, έννοια, βασανιστήριο, μαρτύριο, βασανιστηρίων, βασανιστήρια, τα βασανιστήρια
Mučiti στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • mučenik στα ελληνικά - μάρτυρας, μάρτυρα, μαρτυρικό, μαρτύρησε, μαρτύρων
  • mučenje στα ελληνικά - αδελφή, τσιγάρο, βασανίζω, αγωνία, άγχος, βασανισμός, αγωνιώ, ...
  • mučnina στα ελληνικά - ναυτία, ναυτίας, η ναυτία, τη ναυτία, της ναυτίας
  • mučnost στα ελληνικά - qualmishness
Τυχαίες λέξεις
Mučiti στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρενοχλώ, βασανισμός, βασανίζω, τρυπώ, αγωνιώ, κέντημα, ασβός, κεντώ, ανησυχώ, τσιτώνω, αγωνία, μάρτυρας, άγχος, έννοια, βασανιστήριο, μαρτύριο, βασανιστηρίων, βασανιστήρια, τα βασανιστήρια