Unošenje στα ελληνικά
Μετάφραση: unošenje, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εγγραφή, εισαγωγή, εισόδου, είσοδο, εισαγωγής, εισροών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dopuštena στα ελληνικά - επιτρέπονται, επιτρέπεται, επέτρεψε, επιτρέπεται η, αφέθηκε
- ispadanje στα ελληνικά - χύνω, νέφος, επίπτωση, ραδιενεργό τέφρα, ραδιενεργός επίπτωση, εναπόθεση
- ličilac στα ελληνικά - βαφέας, ζωγράφος, ζωγράφου, ζωγράφο
- njištati στα ελληνικά - χλιμιντρίζω, nicker
Τυχαίες λέξεις
Unošenje στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εγγραφή, εισαγωγή, εισόδου, είσοδο, εισαγωγής, εισροών
Μεταφράσεις: εγγραφή, εισαγωγή, εισόδου, είσοδο, εισαγωγής, εισροών