Utočište στα ελληνικά

Μετάφραση: utočište, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ταράτσα, οροφή, άσυλο, σκεπή, λιμάνι, καταφύγιο, προστατεύω, ασυλία, καταφεύγω, αριστερός, στέγη, καταφυγίου, στέγης, κάλυψη
Utočište στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • doznaka στα ελληνικά - μετάθεση, κατανομή, μεταβίβαση, μεταγράφω, μετατάσσω, καταμερισμός, έμβασμα, ...
  • imajući στα ελληνικά - Λαμβάνοντας, Έχοντας, που φέρουν, ρουλεμάν, Bearing
  • integrirati στα ελληνικά - εμπεδώνω, εδραιώνω, ενσωμάτωση, ενσωματώσει, ενσωματώσουν, ενσωματώνουν, ενσωματωθούν
  • neposrednost στα ελληνικά - εγγύτητα, αμεσότητα, αμεσότητας, την αμεσότητα, η αμεσότητα, αμεσότητά
Τυχαίες λέξεις
Utočište στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ταράτσα, οροφή, άσυλο, σκεπή, λιμάνι, καταφύγιο, προστατεύω, ασυλία, καταφεύγω, αριστερός, στέγη, καταφυγίου, στέγης, κάλυψη