Suscito στα ελληνικά
Μετάφραση: suscito, Λεξικό: λατινικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λατινικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξεσηκώνω, διεγείρω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- supplicium στα ελληνικά - τιμωρία
- suscipio στα ελληνικά - λαμβάνω, παραδέχομαι, παραλαμβάνω, δέχομαι, αποδέχομαι
- sustento στα ελληνικά - συντηρώ, υποστηρίζω, κρατώ
- suus στα ελληνικά - αυτή, της, αυτήν, του
Τυχαίες λέξεις
Suscito στα ελληνικά - Λεξικό: λατινικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξεσηκώνω, διεγείρω
Μεταφράσεις: ξεσηκώνω, διεγείρω