Pilnīgi στα ελληνικά
Μετάφραση: pilnīgi, Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λετονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τελείως, όλες, ακέραιος, τέλεια, άρτιος, όλος, πλήρως, απολύτως, όλα, πεθαμένος, εντελώς, νεκρός, ολόκληρος, πλήρη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- pilns στα ελληνικά - ολοκληρώνω, πλήρης, μεστός, περατώνω, γεμάτος, ολόκληρος, ολικός, ...
- pilnvara στα ελληνικά - εξουσία, αυθεντία, κύρος, ισχύς, δύναμη, ισχύος, ισχύ
- pilnīgs στα ελληνικά - σύνολο, μεστός, ολικός, πλήρης, ολόκληρος, απόλυτος, γεμάτος, ...
- pilots στα ελληνικά - πιλοτάρω, πιλότος, πιλοτικά, πιλοτικό, πιλοτικών, πιλοτική
Τυχαίες λέξεις
Pilnīgi στα ελληνικά - Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τελείως, όλες, ακέραιος, τέλεια, άρτιος, όλος, πλήρως, απολύτως, όλα, πεθαμένος, εντελώς, νεκρός, ολόκληρος, πλήρη
Μεταφράσεις: τελείως, όλες, ακέραιος, τέλεια, άρτιος, όλος, πλήρως, απολύτως, όλα, πεθαμένος, εντελώς, νεκρός, ολόκληρος, πλήρη