Καθορισμένος στα λευκορωσικά

Μετάφραση: καθορισμένος, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пошта, узяць, падымаццa, саджаць, фіксаваны
Καθορισμένος στα λευκορωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθορισμένος

καθορισμένος συνώνυμο, καθορισμένος συνώνυμα, καθορισμένος λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, καθορισμένος στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • καθομιλούμενος στα λευκορωσικά - гутарковы, Размоўны, размоўная, гутарковую, гутарковая
  • καθορίζω στα λευκορωσικά - вызначаць, вызначыць
  • καθοριστικός στα λευκορωσικά - вызначальнік, вызначнік
  • καθρέφτης στα λευκορωσικά - люстра, лёд, люстэрка, Зеркало
Τυχαίες λέξεις
Καθορισμένος στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: пошта, узяць, падымаццa, саджаць, фіксаваны