Συλλέγω στα λευκορωσικά
Μετάφραση: συλλέγω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
узяць, збіраць, зьбіраць
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συλλέγω
συλλέγω κλίση, συλλέγω ετυμολογία, συλλέγω αρχικοί χρόνοι, συλλέγω χρονική αντικατάσταση, συλλέγω στιγμές, συλλέγω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, συλλέγω στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- συκοφαντικός στα λευκορωσικά - лісьлівы, вінаваты
- συκώτι στα λευκορωσικά - печань, пячонка, пячонку
- συλλέκτης στα λευκορωσικά - калектар
- συλλαβή στα λευκορωσικά - склад, слог
Τυχαίες λέξεις
Συλλέγω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: узяць, збіраць, зьбіраць
Μεταφράσεις: узяць, збіраць, зьбіраць