Αιχμαλωσία στα λευκορωσικά
Μετάφραση: αιχμαλωσία, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
узяць, палон
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αιχμαλωσία
αιχμαλωσία δελφινιών, λειβαδιτησ αιχμαλωσία, ονειροκρίτης αιχμαλωσία, βαβυλώνια αιχμαλωσία, αιχμαλωσία της αβινιόν, αιχμαλωσία λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, αιχμαλωσία στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- αιχμάλωτος στα λευκορωσικά - палонны, палоннік, вязень, з палонных, палоне ў
- αιχμή στα λευκορωσικά - рабiць, высокi, буда, пік
- αιχμαλωτίζω στα λευκορωσικά - узяць, захоп
- αιχμηρός στα λευκορωσικά - востраканечны
Τυχαίες λέξεις
Αιχμαλωσία στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: узяць, палон
Μεταφράσεις: узяць, палон