Чалавек στα ελληνικά
Μετάφραση: чалавек, Λεξικό: λευκορωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λευκορωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνάδελφος, ψυχή, κανείς, επανδρώνω, άνθρωπος, θανάσιμος, θνητός, άνδρας, ανθρώπινος, παιδί, άντρας, άτομο, ατομικός, τύπος, πρόσωπο, κάποιος, άνθρωπο, άνδρα, ο άνθρωπος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- цётка στα ελληνικά - θεία, η θεία, τη θεία, θείας, της θείας
- чакаць στα ελληνικά - περίμενε, περιμένω, φαίνομαι, εμφάνιση, αναμένω, κοιτάζω, προλαμβάνω, ...
- чало στα ελληνικά - φρύδι, πρόσοψη, μέτωπο, φρυδιού, brow, του φρυδιού
- чаму στα ελληνικά - γιατί, πώς έρχονται, πώς γίνεται, πώς και, πώς γίνεται και, το πώς έρχονται
Τυχαίες λέξεις
Чалавек στα ελληνικά - Λεξικό: λευκορωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνάδελφος, ψυχή, κανείς, επανδρώνω, άνθρωπος, θανάσιμος, θνητός, άνδρας, ανθρώπινος, παιδί, άντρας, άτομο, ατομικός, τύπος, πρόσωπο, κάποιος, άνθρωπο, άνδρα, ο άνθρωπος
Μεταφράσεις: συνάδελφος, ψυχή, κανείς, επανδρώνω, άνθρωπος, θανάσιμος, θνητός, άνδρας, ανθρώπινος, παιδί, άντρας, άτομο, ατομικός, τύπος, πρόσωπο, κάποιος, άνθρωπο, άνδρα, ο άνθρωπος