Άτομο στα λευκορωσικά

Μετάφραση: άτομο, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
чалавек
Άτομο στα λευκορωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άτομο

άτομο με εισόδημα κάτω του αφορολόγητου ορίου, άτομο και οικογένεια στην ομηρική κοινωνία, άτομο υδρογόνου, άτομο φροντιστήριο πάτρα, άτομο οξυγόνου, άτομο λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, άτομο στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • άτιμος στα λευκορωσικά - ашуканскія, махлярскія, ашуканскім
  • άτολμος στα λευκορωσικά - дурнаваты, дурнаватага, дапамогай дурнаватага, з дапамогай дурнаватага
  • άτονος στα λευκορωσικά - млявы
  • άτρακτος στα λευκορωσικά - шпіндзель
Τυχαίες λέξεις
Άτομο στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: чалавек