Ατομικός στα λευκορωσικά
Μετάφραση: ατομικός, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
чалавек
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ατομικός
ατομικός λέβητας αερίου, ατομικός αριθμός οξυγόνου, ατομικός λογαριασμός ασφάλισης, ατομικός αριθμός, ατομικός φάκελος οπλίτη, ατομικός λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, ατομικός στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- ατομικά στα λευκορωσικά - паасобку, ў асобнасці, у асобнасці, асобна
- ατομικισμός στα λευκορωσικά - індывідуалізм
- ατομικότητα στα λευκορωσικά - індывідуальнасць, індывідуальнасьць
- ατονία στα λευκορωσικά - слабасць, слабость, слабасьць
Τυχαίες λέξεις
Ατομικός στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: чалавек
Μεταφράσεις: чалавек