Gyventi στα ελληνικά

Μετάφραση: gyventi, Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
λιθουανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαμένω, βρίσκομαι, διανύω, είμαι, ζωντανός, κατοικώ, μένω, ζω, ζουν, ζήσουν, ζήσει, ζει
Gyventi στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • gyvatvorė στα ελληνικά - φράκτης, αντιστάθμισης, αντιστάθμιση, αντιστάθμισης κινδύνου, hedge, κινδύνου
  • gyvenimas στα ελληνικά - ισόβιος, βίος, ζωή, ζωής, τη ζωή, της ζωής, διάρκεια ζωής
  • gyventojas στα ελληνικά - κάτοχος, μόνιμος, κάτοικος, κατοικούν, διαμένουν, κάτοικο, κατοίκου
  • gyvenvietė στα ελληνικά - αποικία, οικισμός, παροικία, διακανονισμός, επίλυση, διακανονισμού, οικισμό
Τυχαίες λέξεις
Gyventi στα ελληνικά - Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαμένω, βρίσκομαι, διανύω, είμαι, ζωντανός, κατοικώ, μένω, ζω, ζουν, ζήσουν, ζήσει, ζει