Μένω στα λιθουανικά

Μετάφραση: μένω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gyventi, gyvas, likti, būti, pasilikti, sustabdyti, apsistoti
Μένω στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μένω

μένω demy, μένω ενεός, μένω δένω πλένω, μένω κι επιμένω - γιάννης πλούταρχος, μένω σε κάποια γειτονιά, μένω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, μένω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • μέμψη στα λιθουανικά - Semerkhetas
  • μέντα στα λιθουανικά - mėta, monetų kalykla, mėtų, mėtos, Mint
  • μέρα στα λιθουανικά - diena, dieną, dienos, dienų, parą
  • μέριμνα στα λιθουανικά - rūpestis, susirūpinimas, susirūpinimą, susiję su, problema
Τυχαίες λέξεις
Μένω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: gyventi, gyvas, likti, būti, pasilikti, sustabdyti, apsistoti