Διαμένω στα λιθουανικά
Μετάφραση: διαμένω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sustoti, gyventi, gyvena, gyvenate, gyvename, gyvenu
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαμένω
διαμένω ορισμόσ, διαμένω συνώνυμα, διαμένω μονιμα, διαμένω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, διαμένω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- διαμάντι στα λιθουανικά - deimantas, deimantų, deimantiniai, Diamond, deimanto
- διαμάχη στα λιθουανικά - polemika, ginčas, konfliktas, konfliktų, konflikto, konfliktą, konfliktai
- διαμέρισμα στα λιθουανικά - horizontalus, lygus, butas, kambarys, plokščias, plokštuma, lyguma, ...
- διαμέσου στα λιθουανικά - per, pro, taikant, netikėta, naudojant
Τυχαίες λέξεις
Διαμένω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: sustoti, gyventi, gyvena, gyvenate, gyvename, gyvenu
Μεταφράσεις: sustoti, gyventi, gyvena, gyvenate, gyvename, gyvenu