Išvietė στα ελληνικά
Μετάφραση: išvietė, Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λιθουανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποχωρητήριο, κουτί, τουαλέτα, λουτρό, μυημένος, μπορώ, υπόστεγο, τουαλέτα εξωτερική, outhouse
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ištrauka στα ελληνικά - επιλογή, εκχύλισμα, αποσπώ, πέρασμα, διέλευση, δίοδο, διόδου, ...
- išvaizda στα ελληνικά - εμφάνιση, παρουσίαση, εμφάνισης, εμφάνισή, όψη, την εμφάνιση
- išvyka στα ελληνικά - εκδρομή, εκστρατεία, έξοδό, έξοδο, βόλτα, έξοδος
- jachta στα ελληνικά - κότερο, θαλαμηγός, γιότ, γιοτ, σκάφος, θαλαμηγό
Τυχαίες λέξεις
Išvietė στα ελληνικά - Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποχωρητήριο, κουτί, τουαλέτα, λουτρό, μυημένος, μπορώ, υπόστεγο, τουαλέτα εξωτερική, outhouse
Μεταφράσεις: αποχωρητήριο, κουτί, τουαλέτα, λουτρό, μυημένος, μπορώ, υπόστεγο, τουαλέτα εξωτερική, outhouse