Κατακρατώ στα λιθουανικά

Μετάφραση: κατακρατώ, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pragyvenimas, tęsti, laikyti, sulaikyti, neduoti, sustabdyti, išskaičiuoti, nesuteikti
Κατακρατώ στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατακρατώ

κατακρατώ λεξικό γλώσσας λιθουανικά, κατακρατώ στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • κατακλύζω στα λιθουανικά - gauja, potvynis, sukrėsti, užvaldyti, priblokšti, būti per sunkios
  • κατακρίνω στα λιθουανικά - barti, jei pabarsi, prikišti, prikaišioti, papeikti
  • κατακραυγή στα λιθουανικά - šauksmas, protestas, protestų, pasipiktinimas, padaugėjus protestų
  • κατακτητής στα λιθουανικά - užkariautojas, nugalėtojas, užkariautoja, Labai partija, lemiamoji partija
Τυχαίες λέξεις
Κατακρατώ στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: pragyvenimas, tęsti, laikyti, sulaikyti, neduoti, sustabdyti, išskaičiuoti, nesuteikti