Lankyti στα ελληνικά

Μετάφραση: lankyti, Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
λιθουανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συχνάζω, συχνός, παρακολουθήσουν, παραστεί, παραστούν, παρευρεθούν, παρακολουθούν
Lankyti στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • lankas στα ελληνικά - φιόγκος, κόμπος, αψίδα, τόξο, πλώρη, πλώρης, φιόγκο, ...
  • lankstas στα ελληνικά - κυρτώνω, καμπυλώνεται, στροφή, γέρνω, καμπύλη, σκύβω, καμπυλώνω, ...
  • lankytojas στα ελληνικά - επισκέπτης, επισκέπτη, επισκεπτών, επισκέπτες
  • lapas στα ελληνικά - φύλλωμα, φύλλο, φύλλου, δελτίο, φύλλων, δελτίου
Τυχαίες λέξεις
Lankyti στα ελληνικά - Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συχνάζω, συχνός, παρακολουθήσουν, παραστεί, παραστούν, παρευρεθούν, παρακολουθούν