Συχνάζω στα λιθουανικά

Μετάφραση: συχνάζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
lankyti, dažnas, dažnai, dažniau, dažna, dažni
Συχνάζω στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συχνάζω

συχνάζω english, συχνάζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, συχνάζω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • συσχετίζω στα λιθουανικά - bendradarbis, dalininkas, santykiauti, koreliuoja, susieti, jie koreliuoja, siejasi
  • συχνά στα λιθουανικά - dažnai, dažnai yra, dažniausiai, dažniau, neretai
  • συχνός στα λιθουανικά - lankyti, dažnas, dažnai, dažniau, dažna, dažni
  • σφάζω στα λιθουανικά - mėsininkas, mėsininko, budelis, kraipyti, papjauti
Τυχαίες λέξεις
Συχνάζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: lankyti, dažnas, dažnai, dažniau, dažna, dažni