Policininkas στα ελληνικά
Μετάφραση: policininkas, Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λιθουανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στέλεχος, αστυνόμος, αστυφύλακας, αξιωματικός, μπάτσος, COP, αστυνομικός, μπάτσο, αστυνομικό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- polemika στα ελληνικά - γέρνω, επιχείρημα, λογομαχία, διαμάχη, διαφωνία, αμφισβήτηση, αντιπαράθεση, ...
- policija στα ελληνικά - νόμος, αστυνομία, αστυνομεύω, αστυνομίας, αστυνομικής, αστυνομική, της αστυνομίας
- poligamija στα ελληνικά - πολυγαμία, πολυγαμίας, την πολυγαμία, η πολυγαμία, της πολυγαμίας
- poliklinika στα ελληνικά - κλινική, κλινικής, ιατρείο, την κλινική, κλινικές
Τυχαίες λέξεις
Policininkas στα ελληνικά - Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στέλεχος, αστυνόμος, αστυφύλακας, αξιωματικός, μπάτσος, COP, αστυνομικός, μπάτσο, αστυνομικό
Μεταφράσεις: στέλεχος, αστυνόμος, αστυφύλακας, αξιωματικός, μπάτσος, COP, αστυνομικός, μπάτσο, αστυνομικό