Priesaika στα ελληνικά
Μετάφραση: priesaika, Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λιθουανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
όρκος, όρκο, όρκου, ενόρκως, τον όρκο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- priemonė στα ελληνικά - βήμα, βηματίζω, όχημα, διάβημα, μέτρο, μετρώ, τη μέτρηση, ...
- prierašas στα ελληνικά - σημείωση, υποσημείωση, σχολιασμός, σημειώνω, υστερόγραφο, PostScript, βραδιά στο υστερόγραφο, ...
- prieskonis στα ελληνικά - καρύκευμα, μπαχαρικό, καρυκεύω, μπαχαρικών, μπαχαρικά, καρυκευμάτων
- priestatas στα ελληνικά - φτερό, υπόστεγο, εξωτερικό κτήριο, βοηθητικό κτίσμα, πρόσκτισμα, συνεχόμενο κτίσμα
Τυχαίες λέξεις
Priesaika στα ελληνικά - Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: όρκος, όρκο, όρκου, ενόρκως, τον όρκο
Μεταφράσεις: όρκος, όρκο, όρκου, ενόρκως, τον όρκο