Užkariauti στα ελληνικά
Μετάφραση: užkariauti, Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λιθουανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατακτώ, κατακτήσουν, κατακτήσει, να κατακτήσει, κατακτήσετε, να κατακτήσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- užgaida στα ελληνικά - καπρίτσιο, ορμή, ιδιοτροπία, καπρίτσια, φαντασιοπληξία
- užimti στα ελληνικά - φιλοξενώ, καταλαμβάνουν, κατέχουν, καταλάβει, καταλάβουν, καταλαμβάνει
- užkariautojas στα ελληνικά - κατακτητής, κατακτητή, νικητής, πορθητής, του κατακτητή
- užlipti στα ελληνικά - σκαρφαλώνω, ανεβαίνω, αναρρίχηση, ανόδου, ανάβαση, άνοδο, ανόδου που
Τυχαίες λέξεις
Užkariauti στα ελληνικά - Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατακτώ, κατακτήσουν, κατακτήσει, να κατακτήσει, κατακτήσετε, να κατακτήσουν
Μεταφράσεις: κατακτώ, κατακτήσουν, κατακτήσει, να κατακτήσει, κατακτήσετε, να κατακτήσουν