Vyriškis στα ελληνικά
Μετάφραση: vyriškis, Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λιθουανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άνθρωπος, άνδρας, επανδρώνω, άνθρωπο, άνδρα, ο άνθρωπος
Μεταφράσεις
- vyriausybė στα ελληνικά - κυβέρνηση, δίαιτα, καθεστώς, πολίτευμα, κυβέρνησης, της κυβέρνησης, κρατικών, ...
- vyris στα ελληνικά - κλάπα, μεντεσές, άρθρωσης, μεντεσέ, άρθρωση, αρθρώσεως
- vyrukas στα ελληνικά - παιδί, συνάδελφος, τύπος, άντρας, άνθρωπος, τύπο, ο τύπος
- vyskupas στα ελληνικά - πάπας, επίσκοπος, πάπισσα, επισκόπου, επίσκοπο, Bishop, ο Επίσκοπος
Τυχαίες λέξεις
Vyriškis στα ελληνικά - Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άνθρωπος, άνδρας, επανδρώνω, άνθρωπο, άνδρα, ο άνθρωπος
Μεταφράσεις: άνθρωπος, άνδρας, επανδρώνω, άνθρωπο, άνδρα, ο άνθρωπος