Aktuell στα ελληνικά
Μετάφραση: aktuell, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρεύμα, τωρινός, τοπικός, τοπική, τοπικής, επίκαιρο, επίκαιρα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aktivitet στα ελληνικά - δραστηριότητα, δράση, αγωγή, επενέργεια, διάβημα, δραστηριότητας, δραστικότητα, ...
- aktor στα ελληνικά - κατήγορος, εισαγγελέα, εισαγγελέας, εισαγγελικής αρχής, εισαγγελέας του
- aktverdig στα ελληνικά - έντιμος, άξιος, ευυπόληπτος, αξιόπιστη, αξιόπιστες, αξιόπιστους, έγκριτο
- akustikk στα ελληνικά - ακουστική, ακουστικής, την ακουστική, ακουστική του, της ακουστικής
Τυχαίες λέξεις
Aktuell στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρεύμα, τωρινός, τοπικός, τοπική, τοπικής, επίκαιρο, επίκαιρα
Μεταφράσεις: ρεύμα, τωρινός, τοπικός, τοπική, τοπικής, επίκαιρο, επίκαιρα