Børse στα ελληνικά

Μετάφραση: børse, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
όπλο, πιστόλι, καραμπίνα, πυροβόλο όπλο, το όπλο, πιστολιού
Børse στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bønne στα ελληνικά - φασόλι, φασόλια, φασολιών, φασολιού, σόγιας
  • bønnfalle στα ελληνικά - θερμοπαρακαλώ, εξορκίζω, ικετεύω, εγκαλώ, εκλιπαρώ, μηνύω, ενάγω, ...
  • børste στα ελληνικά - βούρτσα, βουρτσίζω, σκούπα, πινέλο, βούρτσας, βουρτσάκι, πινέλου
  • bøtte στα ελληνικά - κουβάς, κάδος, κουβά, κάδο, κάδου
Τυχαίες λέξεις
Børse στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: όπλο, πιστόλι, καραμπίνα, πυροβόλο όπλο, το όπλο, πιστολιού