Beskjeftigelse στα ελληνικά

Μετάφραση: beskjeftigelse, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δουλειές, δουλειά, κατοχή, κατάληψη, επιχείρηση, υπόθεση, επάγγελμα, κατοχής, επαγγέλματος, την εργασία
Beskjeftigelse στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • beskjeden στα ελληνικά - σεμνός, μετριόφρων, ταπεινός, απλός, μετριόφρονας, μέτρια, μικρή, ...
  • beskjedenhet στα ελληνικά - μετριοφροσύνη, ταπεινοφροσύνη, απλότητα, σεμνότητα, μετριοπάθεια, σεμνότητας, τη σεμνότητα
  • beskjære στα ελληνικά - κλαδεύω, καλλιέργεια, σοδειά, συγκομιδή, καλλιεργειών, καλλιέργειας
  • beskrive στα ελληνικά - απεικονίζω, περιγράφω, περιγράφουν, περιγράψει, την περιγραφή, περιγράψουν, περιγράψετε
Τυχαίες λέξεις
Beskjeftigelse στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δουλειές, δουλειά, κατοχή, κατάληψη, επιχείρηση, υπόθεση, επάγγελμα, κατοχής, επαγγέλματος, την εργασία