Κατάληψη στα νορβηγικά

Μετάφραση: κατάληψη, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
jobb, okkupasjon, arbeid, yrke, beskjeftigelse, anfall, pågripelse, beslag, beslagleggelse, anfalls
Κατάληψη στα νορβηγικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατάληψη

κατάληψη στο γραφείο του μητσοτάκη, κατάληψη έπαυλης κουβέλου, κατάληψη σινιάλο, κατάληψη libertatia, κατάληψη ματσάγγου, κατάληψη λεξικό γλώσσας νορβηγικά, κατάληψη στα νορβηγικά

Μεταφράσεις

  • κατάκτηση στα νορβηγικά - erobringen, erobring, erobringer, erobret, erobre
  • κατάληξη στα νορβηγικά - konsekvens, følge, effekt, endelse, ending, resultat, avslutning, ...
  • κατάλληλα στα νορβηγικά - egnet, passende, passer, egner, egner seg
  • κατάλληλος στα νορβηγικά - passende, egnet, passer, egner, egner seg
Τυχαίες λέξεις
Κατάληψη στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: jobb, okkupasjon, arbeid, yrke, beskjeftigelse, anfall, pågripelse, beslag, beslagleggelse, anfalls