Hul στα ελληνικά

Μετάφραση: hul, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπόκωφος, κοίλος, βαθουλωμένος, κούφιος, κοιλότητα, κοίλο, κοίλου, κούφια
Hul στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • hudfarge στα ελληνικά - χροιά, επιδερμίδα, την επιδερμίδα, επιδερμίδας, τη χροιά
  • hukommelse στα ελληνικά - μνήμη, ανάμνηση, μνήμης, τη μνήμη, της μνήμης, μνήμη του
  • hule στα ελληνικά - κούφιος, σπηλιά, βαθουλωμένος, κοίλος, υπόκωφος, σκάβω, τρύπα, ...
  • hull στα ελληνικά - οπή, τρύπα, τρύπες, οπές, οπών, τρυπών, τις τρύπες
Τυχαίες λέξεις
Hul στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπόκωφος, κοίλος, βαθουλωμένος, κούφιος, κοιλότητα, κοίλο, κοίλου, κούφια