Investere στα ελληνικά

Μετάφραση: investere, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διορίζομαι, εξουσιοδοτούμαι, επενδύω, επενδύσει, επενδύουν, επενδύσουν, επενδύει, να επενδύσουν
Investere στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • invasjon στα ελληνικά - εισβολή, εισβολής, την εισβολή, επιδρομή, εισβολή στο
  • inversjon στα ελληνικά - αναστροφή, αντιστροφή, αναστροφής, αντιστροφής, ιμβερτοποίηση
  • investering στα ελληνικά - επένδυση, επενδύσεων, επενδύσεις, επένδυσης, επενδυτικών
  • invitasjon στα ελληνικά - πρόσκληση, Πρόσκλησης, πρόσκληση υποβολής, Προκήρυξη, Προσκλητήριο
Τυχαίες λέξεις
Investere στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διορίζομαι, εξουσιοδοτούμαι, επενδύω, επενδύσει, επενδύουν, επενδύσουν, επενδύει, να επενδύσουν