Leie στα ελληνικά

Μετάφραση: leie, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νοίκι, ενοικιάζω, ναυλώνω, καταστατικό, ενοίκιο, νοικιάζω, μίσθωμα, ενοικίαση, ενοικίου, μισθώματος
Leie στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • legge στα ελληνικά - μέρος, ξαπλώνω, πόζα, στρώνω, ποζάρω, τοποθετώ, τόπος, ...
  • lei στα ελληνικά - συγγνώμη, συγνώμη, Μας συγχωρείτε αλλά, Μας συγχωρείτε, θλιβερό
  • leieboer στα ελληνικά - νοικάρης, κολίγας, ένοικος, ένοικο, ενοικιαστής, ενοικιαστή, Eνοικιαστή δωματίου
  • leiekontrakt στα ελληνικά - εκμίσθωση, μίσθωση, μίσθωσης, μισθωμάτων, μισθώσεως
Τυχαίες λέξεις
Leie στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νοίκι, ενοικιάζω, ναυλώνω, καταστατικό, ενοίκιο, νοικιάζω, μίσθωμα, ενοικίαση, ενοικίου, μισθώματος