Νοικιάζω στα νορβηγικά

Μετάφραση: νοικιάζω, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ansette, leie, leien, utleie, husleie, husleien
Νοικιάζω στα νορβηγικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: νοικιάζω

νοικιάζω english, νοικιάζω αυτοκίνητο, νοικιάζω τη γυναίκα μου, νοικιάζω σπίτι, νοικιάζω σπίτι στο ηράκλειο, νοικιάζω λεξικό γλώσσας νορβηγικά, νοικιάζω στα νορβηγικά

Μεταφράσεις

  • νοιάζομαι στα νορβηγικά - affære, sak, stoff, ting, forretning, materie, omsorg, ...
  • νοικάρης στα νορβηγικά - leieboer, roomer
  • νοικοκύρης στα νορβηγικά - vert, husmor, homemaker, hjemmeværende
  • νομίζω στα νορβηγικά - tro, mene, tenke, tror, mener, tenker, synes
Τυχαίες λέξεις
Νοικιάζω στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: ansette, leie, leien, utleie, husleie, husleien