Rød στα ελληνικά

Μετάφραση: rød, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άλικος, κατακόκκινος, κόκκινος, κόκκινο, κόκκινη, κόκκινα, κόκκινου
Rød στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • råtne στα ελληνικά - σαπίζω, σαπίλα, σήψης, σήψη, rot, σαπίζουν
  • råtten στα ελληνικά - σαθρός, σαπρός, χάλια, σαπισμένος, σάπιος, σάπιο, σάπια, ...
  • rødme στα ελληνικά - κοκκινίζω, ρουζ, κοκκινίζει, ρουζ σε, το ρουζ
  • rødspette στα ελληνικά - γλώσσα, ευρωπαϊκής χωματίδας, χωματίδας, ευρωπαϊκή χωματίδα, χωματίδα
Τυχαίες λέξεις
Rød στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άλικος, κατακόκκινος, κόκκινος, κόκκινο, κόκκινη, κόκκινα, κόκκινου