Stor στα ελληνικά
Μετάφραση: stor, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ψηλός, τεράστιος, ογκώδης, μεγάλος, απίθανος, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλες, μεγάλα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- stoppe στα ελληνικά - σταματώ, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει
- stoppested στα ελληνικά - Stopover, Ενδιάμεσος σταθμός, Ενδιάμεση Στάση, στην ενδιάμεση στάση, σε ενδιάμεση στάση
- storartet στα ελληνικά - λαμπερός, σπουδαίος, μεγάλος, έξοχος, λαμπρός, φανταστικός, υπέροχα, ...
- storhet στα ελληνικά - μεγαλείο, το μεγαλείο, μεγαλείου, μεγαλοσύνη
Τυχαίες λέξεις
Stor στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ψηλός, τεράστιος, ογκώδης, μεγάλος, απίθανος, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλες, μεγάλα
Μεταφράσεις: ψηλός, τεράστιος, ογκώδης, μεγάλος, απίθανος, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλες, μεγάλα