Voksen στα ελληνικά

Μετάφραση: voksen, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενήλικος, ενήλικας, μεγάλος, ενηλίκων, ενήλικα, των ενηλίκων
Voksen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • voks στα ελληνικά - κερί, κηρό, κηρού, κηρός, κεριού
  • vokse στα ελληνικά - μεγαλώνω, αυξάνω, αυξάνομαι, αύξηση, μεγαλώνουν, αναπτυχθούν, αυξάνονται, ...
  • vokte στα ελληνικά - φρουρά, φρουρώ, φύλακας, φυλάω, φρουράς, προστατευτικό, προφυλακτήρα
  • vold στα ελληνικά - εξαναγκάζω, βία, δύναμη, βίας, της βίας, τη βία, η βία
Τυχαίες λέξεις
Voksen στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενήλικος, ενήλικας, μεγάλος, ενηλίκων, ενήλικα, των ενηλίκων