Ενήλικος στα νορβηγικά
Μετάφραση: ενήλικος, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
voksen, voksne, voksent
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενήλικος
ενήλικος ορισμός, ενήλικος σημασια, ενήλικος ημιπληγικός bobath, ενήλικος ή ενήλικας, ενήλικος σκύλος, ενήλικος λεξικό γλώσσας νορβηγικά, ενήλικος στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- ενέργεια στα νορβηγικά - handling, handlingen, tiltak, aksjon, handlings
- ενήλικας στα νορβηγικά - voksen, voksne, voksent
- ενίσχυση στα νορβηγικά - forsterkning, amplifikasjon, amplifisering, forsterkningen, forsterker
- εναγής στα νορβηγικά - fæl, avskyelig, saksøker, saksøkeren, saksøkers
Τυχαίες λέξεις
Ενήλικος στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: voksen, voksne, voksent
Μεταφράσεις: voksen, voksne, voksent