Afstijgen στα ελληνικά
Μετάφραση: afstijgen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πεζεύω, αφαιρώ, κατεβαίνω, αφιπεύω, αφιππεύω, καταβιβάζω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- afstemmen στα ελληνικά - εξυπηρετώ, στεγάζω, περίοδο, περίοδος, νοστιμίζω, διασκευάζω, προσαρμόζω, ...
- afsterving στα ελληνικά - μαρασμός, dieback, του μαρασμού, φυλλορροή, μαρασμού των
- afstotelijk στα ελληνικά - αντιπαθητικός, σατανικός, επαναστατικός, αηδιαστικός, ανέντιμος, απωθητικός, απαίσιος, ...
- aftakking στα ελληνικά - κλαδί, κλάδος, υποκατάστημα, υποκαταστήματος, κλάδο, κλάδου
Τυχαίες λέξεις
Afstijgen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πεζεύω, αφαιρώ, κατεβαίνω, αφιπεύω, αφιππεύω, καταβιβάζω
Μεταφράσεις: πεζεύω, αφαιρώ, κατεβαίνω, αφιπεύω, αφιππεύω, καταβιβάζω