Πεζεύω στα ολλανδικά

Μετάφραση: πεζεύω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afstijgen, pezefo
Πεζεύω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πεζεύω

πεζεύω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πεζεύω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • πεδιάδα στα ολλανδικά - eenvoudig, absoluut, klaarblijkelijk, apert, helder, uitgesproken, louter, ...
  • πεδικλώνω στα ολλανδικά - trip, tocht, reis, binden, toer, inbinden, boei, ...
  • πεζικό στα ολλανδικά - voetvolk, infanterie, de Infanterie, infanterie van, van de Infanterie
  • πεζοδρόμιο στα ολλανδικά - stoep, wegdek, bestrating, trottoir, plaveisel, voetpad, sidewalk, ...
Τυχαίες λέξεις
Πεζεύω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: afstijgen, pezefo