Akkoord στα ελληνικά
Μετάφραση: akkoord, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διακανονισμός, τακτοποίηση, διευθέτηση, κατανόηση, συμφωνία, συμμόρφωση, συγκατάθεση, ετοιμασία, οικισμός, συγχορδία, σύστημα, σύμβαση, συμφωνίας, Συμφωνώ, συμφωνίας για
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- akker στα ελληνικά - πεδίο, τομέας, χωράφι, τομέα, πεδίου, το πεδίο, τον τομέα
- akkerbouw στα ελληνικά - γεωργία, γεωργίας, τη γεωργία, της γεωργίας, η γεωργία
- akoestiek στα ελληνικά - ακουστική, ακουστικής, την ακουστική, ακουστική του, της ακουστικής
- akoestisch στα ελληνικά - ηχητικός, ακουστικός, ακουστική, ακουστικό, ακουστικών, ακουστικά
Τυχαίες λέξεις
Akkoord στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διακανονισμός, τακτοποίηση, διευθέτηση, κατανόηση, συμφωνία, συμμόρφωση, συγκατάθεση, ετοιμασία, οικισμός, συγχορδία, σύστημα, σύμβαση, συμφωνίας, Συμφωνώ, συμφωνίας για
Μεταφράσεις: διακανονισμός, τακτοποίηση, διευθέτηση, κατανόηση, συμφωνία, συμμόρφωση, συγκατάθεση, ετοιμασία, οικισμός, συγχορδία, σύστημα, σύμβαση, συμφωνίας, Συμφωνώ, συμφωνίας για