Τακτοποίηση στα ολλανδικά

Μετάφραση: τακτοποίηση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
maatregel, inrichting, regeling, schikking, organisatie, zetting, akkoord, regularisatie, regularisering, de regularisatie, regulariseringen, legalisering
Τακτοποίηση στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τακτοποίηση

τακτοποίηση οικοπέδων, τακτοποίηση αυθαιρέτου, τακτοποίηση αυθαιρέτων νόμος, τακτοποίηση καλωδίων, τακτοποίηση ημιυπαίθριων 2014, τακτοποίηση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, τακτοποίηση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • τακτικός στα ολλανδικά - gelijkmatig, geregeld, regelmatig, steevast, regelmatige, reguliere, gewone
  • τακτικότητα στα ολλανδικά - regelmaat, regelmatigheid, de regelmatigheid, rechtmatigheid, regelmatig
  • τακτοποιώ στα ολλανδικά - ordelijk, indelen, aard, slag, soort, aanrichten, geslacht, ...
  • ταλέντο στα ολλανδικά - aanleg, gave, begaafdheid, talent, talenten, talent te, van talent
Τυχαίες λέξεις
Τακτοποίηση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: maatregel, inrichting, regeling, schikking, organisatie, zetting, akkoord, regularisatie, regularisering, de regularisatie, regulariseringen, legalisering