Armoe στα ελληνικά

Μετάφραση: armoe, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δυστυχία, μιζέρια, αθλιότητα, δυστυχίας, τη δυστυχία
Armoe στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • armband στα ελληνικά - βραχιόλι, μπρασελέ, βραχιόλι από
  • armhuis στα ελληνικά - πτωχοκομείο, κινητήριος δύναμη, πτωχοκομείου, φτωχοκομείο, σωφρονιστήριο πτωχοκομείου
  • armoede στα ελληνικά - ένδεια, μιζέρια, φτώχεια, πενία, φτώχειας, της φτώχειας, τη φτώχεια, ...
  • armoedig στα ελληνικά - αξιολύπητος, οικτρός, χάλια, πενιχρός, άθλιος, καημένος, κακόμοιρος, ...
Τυχαίες λέξεις
Armoe στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δυστυχία, μιζέρια, αθλιότητα, δυστυχίας, τη δυστυχία