Bedrijvig στα ελληνικά
Μετάφραση: bedrijvig, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενεργός, ακμαίος, δραστήριος, ενεργό, δραστική, ενεργού, δραστικών
Μεταφράσεις
- bedrijf στα ελληνικά - πιστοποιητικό, εταιρία, ομήγυρη, παρέα, θίασος, κοινότητα, έγγραφο, ...
- bedrijven στα ελληνικά - αποδίδω, εξαναγκάζω, φτιάχνω, κατασκευάζω, πράξη, εκτελώ, διαπράττω, ...
- bedrijvigheid στα ελληνικά - δραστηριότητα, αγωγή, επενέργεια, διάβημα, δράση, δραστηριότητας, δραστικότητα, ...
- bedroefd στα ελληνικά - λυπημένος, θλιβερή, λυπηρό, θλιβερό, λυπημένο
Τυχαίες λέξεις
Bedrijvig στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενεργός, ακμαίος, δραστήριος, ενεργό, δραστική, ενεργού, δραστικών
Μεταφράσεις: ενεργός, ακμαίος, δραστήριος, ενεργό, δραστική, ενεργού, δραστικών