Been στα ελληνικά

Μετάφραση: been, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κόκαλο, μπράτσο, όπλο, πόδι, στάδιο, χέρι, σκέλος, σκέλους, ποδιού, ποδιών
Been στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • beeltenis στα ελληνικά - πορτρέτο, ομοίωμα, προτομή, ομοιώματος, το ομοίωμα, effigy
  • beemd στα ελληνικά - λιβάδι, λιβαδιών, λιβάδια
  • beer στα ελληνικά - υποφέρω, γεννώ, φέρουν, να φέρουν, φέρει, να φέρει, φέρει τα
  • beest στα ελληνικά - κτήνος, ζώο, πλάσμα, θηρίο, θηρίου, τέρας, κτήνους
Τυχαίες λέξεις
Been στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κόκαλο, μπράτσο, όπλο, πόδι, στάδιο, χέρι, σκέλος, σκέλους, ποδιού, ποδιών